- καταδρυφάσσω
- καταδρῠφάσσω,A hedge or fence in, Lyc.239.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταδρυφάσσω — (Α) περιφράσσω, κλείνω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δρυφάσσω «περιφράσσω»] … Dictionary of Greek